- Σφηττιος
- ΣφήττιοςIὅ уроженец дема Σφηττός Arph., Aeschin.II2досл. сфеттский, перен. едкий, язвительный
(ὄξος Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὄξος Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Σφήττιος — in masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφήττιος — ία, ον, Α [Σφηττός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σφηττό, δήμο τής Ακαμαντίδος φυλής στην Αττική 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ὁ Σφήττιος, ἡ Σφηττία αυτός που κατάγεται από τον Σφηττό 3. παροιμ. φρ. «ὄξος σφήττιον» λεγόταν για… … Dictionary of Greek
Σφηττίοις — Σφήττιος in masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφηττίου — Σφήττιος in masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφηττίῳ — Σφήττιος in masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφήττιοι — Σφήττιος in masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σφήττιον — Σφήττιος in masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)